«Η επί γης ευτυχία είναι στιγμούλα,

και η στιγμούλα αυτή ένα σκαλοπάτι

για να περάσεις από το άλλο μέρος,

το μέρος του θανάτου»

Ο. Ελύτης

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Το μοιρολόγι στην Ελλάδα μέχρι σήμερα.

    

<<Το μοιρολόγι στην Ελλάδα μέχρι σήμερα>>


      Το μοιρολόι, τραγούδι της μοίρας, παραδοχή του πεπρωμένου και του αναπόφευκτου θανάτου δίπλα στο σώμα του νεκρού, παρέμεινε προνόμιο των γυναικών, όπως και τότε…
Αναπόσπαστο κομμάτι της όλης μεταθανάτιας, ιεροτελεστίας-διαδικασίας, αποτελούν και τα μοιρολόγια, που είναι τραγούδια της Ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης, αναφέρονται και ως "μοιρολόια" , έχουν πένθιμο περιεχόμενο και τραγουδιούνται σε περίπτωση πένθους, κυρίως από γυναίκες συγγενείς ή συγχωριανές του νεκρού, καθώς επίσης από γυναίκες (μοιρολογίστρες ) που είναι εξειδικευμένες σ’ αυτό το είδος του τραγουδιού.
      Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται, μάλλον, απ’ το «λέγω τη μοίρα», το μοιραίο κακό, αν και, κατά τον Αδαμάντιο Κοραή, η προέλευση της θα πρέπει να αναζητηθεί στο έθιμο του μυρώματος του νεκρού (μυρολογώ = μυρώνω, κλαίω τον νεκρό), ο οποίος μάλιστα πρότεινε την ορθογραφία «μυρολόγι», η οποία πάντως δεν επικράτησε, πάντως παρόμοια θρηνητικά τραγούδια παρουσιάζονται σε όλους σχεδόν τους λαούς.
     
    Αρχαιότητα :  Τα μοιρολόγια της ελληνικής παράδοσης, έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαιότητα. Οι θρήνοι που αναφέρονται στα Ομηρικά έπη, παρουσιάζουν καταπληκτική ομοιότητα με τα μοιρολόγια των νεοτέρων εποχών τόσο στο τελετουργικό, όσο και στο περιεχόμενο. Στο θρήνο για τον Έκτορα, ο Όμηρος αναφέρεται σε «αοιδούς» και «θρήνων εξέρχους», γεγονός που πιστοποιεί την ιστορική συνέχεια του τελετουργικού. Κάτι ανάλογο με τις σημερινές μοιρολογίστρες πρέπει να υπήρχε και στην Αθήνα, όπως φαίνεται από ένα απαγορευτικό νόμο της εποχής του Σόλωνα.     Στην ουσία, αποτελούν ένα είδος μαγικής και εξορκιστικής τελετουργίας, που βασίζεται στη βαθιά ριζωμένη πίστη ότι ο νεκρός μπορεί να γυρίσει πίσω, να ανακληθεί. Άλλωστε κατά τη βυζαντινή περίοδο τα μοιρολόγια ήταν γνωστά με την ονομασία «ανακλήματα» η «ανακλήσεις». Η δυνατότητα επιστροφής του νεκρού, εκφράζεται τόσο στους Πέρσες του Αισχύλου, όπου η σκιά του Δαρείου εμφανίζεται, ύστερα από έκκληση του χορού των γερόντων, όσο και στη νεότερη λαϊκή παράδοση με το τραγούδι του νεκρού αδελφού κ.α. Στην αρχαία Ελλάδα το κλάμα για το νεκρό ξεκινούσε από τον γόο, αυτοσχέδια τραγούδια από τους στενούς συγγενείς εμπνευσμένα από την οδύνη, και καταλήγουμε στο θρήνομελοποιημένες συνθέσεις που ερμηνεύονταν από μισθωμένους επαγγελματίες. Δεν ήταν σπάνιο και το φαινόμενο του καταναγκαστικού θρήνου ειδικά στις κηδείες βασιλέων ή τυράννων, όπου πολλοί μαστιγώνονταν για να βγάλουν δυνατές σπαρακτικές κραυγές.«Πεθαίνει ο Άδωνης ο τρυφερός, και τώρα τι θα κάνουμε» αναρωτιέται η Σαπφώ σ’ ένα ποίημα της. Μα φυσικά  υπάρχει και το έθιμο «Χτυπάτε το στήθος σας κόρες και σκίστε τους χιτώνες σας».
    Οι υποχρεώσεις των ζωντανών προς τους νεκρούς είναι ξεκάθαρες. Το θυμίζει έντονα στον Οδυσσέα ο Ελπήνορας, ο σύντροφος του που τσακίστηκε μεθυσμένος στο παλάτι της Κίρκης. «Μη φύγεις και μ’ αφήσεις άκλαυτο κι άταφο», του λέει, όταν τον συναντάει στην είσοδο του Κάτω Κόσμου.
      
     Βυζαντινή - σύγχρονη εποχή:  Τα μοιρολόγια εκφέρονται πάντα από γυναίκες. Ήδη, από τη βυζαντινή εποχή, οι γυναίκες κάθονταν γύρω από τον νεκρό και έλεγαν τα θρηνητικά τραγούδια (εξόδια, καταλόγια, ανακλήματα), ενώ συγχρόνως εκδήλωναν την οδύνη τους με τράβηγμα των μαλλιών, χτυπήματα στο στήθος, γρατζουνίσματα κ.α. Το τελετουργικό αυτό, παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτο μέχρι σήμερα και μαζί με την ολονυχτία αποτελούσε  το κύριο στοιχείο του τελευταίου  αποχαιρετισμού, του ξοδιάσματος του νεκρού. Η παρουσία της μοιρολογίστρας , η οποία αμειβόταν για να παραβρεθεί στο ξόδι του νεκρού, επιβλήθηκε στο μέτρο που το νεκρικό τελετουργικό εξελισσόταν σε μια λίγο η πολύ θεσμοποιημένη  κοινωνική διαδικασία.
       Τα μοιρολόγια μπορεί να είναι παραδοσιακά τραγούδια ή αυτοσχεδιασμοί. Το περιεχόμενο τους εξαρτάται από το φύλο ή  την ηλικία του νεκρού καθώς και από τη θέση της μοιρολογίστρας μέσα στην οικογένεια (κόρη, σύζυγος, μητέρα κ.α.). Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές. Οι εκκλήσεις για την επιστροφή του νεκρού, οι έπαινοι για τα χαρίσματα του, οι ζοφερές περιγραφές του χάρου και του Κάτω Κόσμου, η απελπισία και η έλλειψη προστασίας της χήρας ή  των ορφανών ή η οδύνη των συγγενών και φίλων, αποτελούν μερικά απ’ τα πιο συχνά θέματά τους.
       Άλλες φορές, ο νεκρός φέρεται να χαιρετάει τον κόσμο και να καλοτυχίζει τα άψυχα φυσικά στοιχεία (βουνά, κάμποι) που δεν πεθαίνουν, ή να αφήνει παραγγελίες στους ζωντανούς οι οποίες, ορισμένες φορές, περιλαμβάνουν και το αίτημα της εκδίκησης, αν ο νεκρός έχει δολοφονηθεί.
   
      Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, τα μοιρολόγια έχουν τα δικά τους τοπικά χαρακτηριστικά, ωστόσο, αυτά που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι τα μοιρολόγια της Μάνης, τα οποία είναι και τα πλουσιότερα από άποψη θεματολογίας. Τραγουδιούνται από γυναίκες που κάθονται κυκλικά στο δάπεδο, αναφέρονται στη ζωή και τη δράση του νεκρού η έχουν ιστορικό, συμβουλευτικό και παρηγορητικό περιεχόμενο και μπορούν ακόμη και να θίγουν παλιές συμφορές ή βάσανα της ίδιας της μοιρολογίστρας.
      Τα πιο τυπικά ωστόσο, αποτελούν εκκλήσεις εκδίκησης, γεγονός που οφείλεται στην ιδιαίτερη κοινωνική και οικονομική δομή του χώρου που καθιστούσε τους φόνους συχνό φαινόμενο. Στη Μάνη, το μοιρολόι ως μορφή τραγουδιού αντικατέστησε προοδευτικά όλα τα υπόλοιπα είδη μουσικής έκφρασης και κατέληξε να συνοδεύει ακόμα και τις αγροτικές εργασίες, όπως η συγκομιδή και το άλεσμα.
     Στα Ανώγεια της Κρήτης επίσης τα μοιρολόγια των πιο πετυχημένων μοιρολογητριών αποστηθίζονταν και με τον ιδιαίτερο σκοπό τους γίνονταν ευρύτερα γνωστά. Τα έλεγαν στις αποσπερίδες, στην εξοχή κι η κάθε γυναίκα ή κόρη τα επαναλάμβανε στον αργαλειό της, ασκούμενη κι αυτή για να φανεί αντάξια στους ακριβούς όταν η σκληρή ώρα του χωρισμού τους θα έφτανε.
    Και τα μικρά κοριτσάκια ακόμη με πρησμένα μάτια κάθονταν κοντά στο λείψανο κι ώρες ολόκληρες άκουαν τις παινεμένες παλιές μοιρολογήτρες και κατέγραφαν μ’ ανεξίτηλα γράμματα στον άγραφο χάρτη της ψυχής τους ό,τι άκουαν, παίρνοντας έτσι μαθήματα για να συνεχίσουν κάποτε κι αυτά, με τη σειρά τους, την παράδοση και να κρατήσουν ψηλά και πάντα όμορφο και συγκινητικό το ανωγειανό μοιρολόγι .
     Κι αργότερα δεν έπρεπε να παραξενευτείς, αν περνώντας ακόμη κι απ’ την αυλή του σχολείου, σε ώρα διαλείμματος, έβλεπες και άκουες κάποιες μαθητριούλες να πηγαινοέρχονται και ν’ αποδίδουν πιστότατα τα μοιρολόγια της μιας ή της άλλης μοιρολογήτρας.
   Χριστιανισμός : Οι Χριστιανοί θεωρούσαν άπρεπο τον υπερβολικό θρήνο. Δεν περιορίζονταν να κατακρίνουν τις βιαιότερες συνήθειες, όπως το ξέσχισμα του προσώπου, το ξερίζωμα των μαλλιών και το σκίσιμο των ρούχων. Η εικόνα των γυναικών με τα σκισμένα ρούχα και τα στηθοκοπήματα θεωρήθηκε άσεμνη. Έφτασαν να θεωρούν το θρήνο συνήθεια εγωιστική και εγωκεντρική. 
     Τα μοιρολόγια διατηρούν και εκφράζουν την αρχαία και όχι τη Χριστιανική αντίληψη του θανάτου και για το λόγο αυτό πολεμήθηκαν απ’ την επίσημη εκκλησία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.Η  προοδευτική  εξαφάνιση τους οφείλεται περισσότερο στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών συνθηκών και στην αποσύνθεση της δομής των κοινωνικών και οικονομικών ενοτήτων που χαρακτήριζαν τον Ελληνικό χώρο έως τα τέλη του 190U και τις αρχές του 20oυ αιώνα.
    

<<  ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ  >>




Αυτή ήτον η Ακριβούλα 


η εγγόνα της γρια-Λούκαινας.

Φύκια 'ναι τα στεφάνια της,

κοχύλια τα προικιά της...

κι η γριά ακόμη μοιρολογά

τα γεννοβόλια της τα παλιά.

Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό

τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.



    Το δεύτερο µοιρολόγι  του διηγήματος δε λέγεται από ανθρώπινη ύπαρξηž λέγεται από µια φώκια. Η Ακριβούλα χάθηκε στη θάλασσα χωρίς να γίνει αντιληπτή από κανέναν. Μόνο η φώκια βρήκε «το µικρόν πνιγµένον σώµα της πτωχής Ακριβούλας και ήρχισε να το περιτριγυρίζει και να το µοιρολογά». Αυτός ο θρήνος της φώκιας δε µας ανάγει, όπως το πρώτο µοιρολόγι, σ’ ένα µακρινό «τότε». Μας κρα­τάει, αντίθετα, στο δραµατικό «τώρα» της αφήγησης. Δε λέγεται µε ανθρώπινη λαλιά,ž θα έµενε ακατανόη­το, αν δε βρισκόταν ο γέροντας ψαράς να το µεταφέ­ρει στη γλώσσα των ανθρώπων. Ο Παπαδιαµάντης, µ’ αυτή τη «μεταφορά» του µοι­ρολογιού από την άφωνη γλώσσα της φώκιας στη φω­νούµενη ανθρώπινη λαλιά, καταργεί την τυπική λογι­κή της αφήγησης (εύλογα ερωτήµατα: πού άκουσε ο ψαράς το µοιρολόγι; Πώς γνωρίζει τη «γλώσσα» της φώκιας; Ερωτήµατα που θέτει µια συµβατική-τυπική λο­γική). Καταργώντας ο Παπαδιαµάντης αυτή την τρέ­χουσα «λογική», ανάγεται σε ένα µετα-λογικό και ποιη­τικό επίπεδο, στο οποίο πλέον λειτουργεί µια ποιητι­κή σύλληψη των γεγονότων. Και είναι γνωστό ότι η ποιητική σύλληψη και θεώρηση του κόσµου δεν προ­σεγγίζεται και δεν κατανοείται µε τους κανόνες της τρέχουσας συµβατικής λογικής.
ΤTο µη λογικό, ενδεχοµένως και το παράλογο, δηλαδή αυτό που δεν υπακούει στην τρέχουσα και τη συµβα­τική λογική, αλλά στο λόγο και τη «λογική αταξία» της ποίησης, είναι το καταληκτικό µέρος του µύθου: η «µε­τάφραση» του µοιρολογιού της φώκιας, η µεταφορά του από την άφωνη γλώσσα της φώκιας με ανθρώπινα λόγια από έναν ψαρά. Το γεγονός δηλαδή του θανάτου, ο ίδιος ο θάνατος, ως σκληρή άρνηση και ακύρωση της ζωής, σκοτεινός και ανεξήγητος, δε βιώνεται ούτε και εξηγείται µε τα µέτρα της κοινής λογικής. Ο θάνατος, τελικά, ως αταξία της ζωής, βιώνεται µέσα από τη λο­γική και την «αταξία» της ποίησης. Γιατί, βέβαια, η ποί­ηση ως έκφραση και λόγος είναι µια αταξία. Μόνο που αυτή η αταξία καθιερώνεται µε τη σειρά της ως µια καινούρια και πρωτοφανέρωτη τάξη, που έχει όµως τη δική της λογική.

 Στους πρώτους στίχους του μοιρολογιού ακούμε τον απόηχο από το τραγούδι του Άριελ στην «Τρικυμία του Σαίξπηρ»:
«Πέντε οργιές του βάθου κείτεται ο πατέρας σου
τα κόκκαλά του γίνανε κοράλλια
μαργαριτάρια εκείνα που ήταν μάτια του.
κάθε τι φθαρτό του δεν εχάθη,
μια θαυμάσια αλλαγή έχει πάθει
σπάνια κι ακριβά του τα ‘καμε η θάλασσα…».
(«Τρικυμία», Πρ. Α’ σκ. 2 – Μετάφραση Β. Ρώτα).
    Οι στίχοι του Παπαδιαμάντη είναι ένας φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη μοίρα. Ο θρήνος της φώκιας υπερβαίνει το ρεαλισμό του διηγήματος και αποκρύπτει την προσωπική συγκίνηση του συγγραφέα προκαλώντας όμως ένα βαθύτερο υπαινιγμό στον αναγνώστη. Πολλές φορές ο Παπαδιαμάντης επανέρχεται στο θέμα του θανάτου αθώων παιδιών, όπως στα «Τραγούδια του θεού» με το θάνατο της Κούλας και στην «Τελευταία βαφτιστικιά», η οποία πνίγεται στο πηγάδι. Η σύζευξη της σκληρής πραγματικότητας μ’ ένα στοιχείο φανταστικό – ποιητικό μετριάζει το αφόρητο κλίμα που δημιούργησε η ρεαλιστική περιγραφή. 
Η κατακλείδα του μοιρολογιού της φώκιας «Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό // τα πάθια και οι καημοί του κόσμου» εκφράζει την αλήθεια που μάταια προσπαθούμε να αρνηθούμε: η ζωή μας είναι μια φουρτούνα, μια θαλασσοταραχή διαποτισμένη από βάσανα και συμφορές. Όμως ο Παπαδιαμάντης και στις πιο σκοτεινές του ώρες δεν απελπίζεταιž αντλεί ψυχική δύναμη από την πίστη του στο Θεό έχοντας φτάσει στην άκρα του ωριμότητα, ότι η ευτυχία είναι στιγμιαία, δε διαρκεί.

                 ( Πηγές πληροφοριών: agonigrammi.wordpress.com
                                                         blogs.sch.gr/stratilio/archives/3290 )