Χώρος:Το διήγημα αυτό εκτυλίσσεται στη γενέτειρα του συγγραφέα , τη Σκιάθο, και μάλιστα σε μια συγκεκριμένη μικρή παραλία με απόκρημνους βράχους και επικίνδυνο μονοπάτι, το "Κοχύλι".Η περιγραφή του είναι αναλυτική . Ο χώρος αυτός εμπλέκεται άμεσα στη ροή και τη λογική της αφήγησης κι εξυπηρετεί την οικονομία της . Με την αναφορά στα "Μνημούρια", που αντικρίζει κανείς από τον ανεμόμυλο του Μαμογιάννη, στο νεκροταφείο που συναντά στο δρόμο της η γριά - Λούκαινα και στον "κρημνόν" , που υπάρχει στην παραλία, προϊδεάζεται ο αναγνώστης για κάτι τρομακτικό, που σχετίζεται ,με την ιδέα του θανάτου. Εξάλλου ο δύσβατος αυτός χώρος είναι η αιτία για να χάσει το δρόμο της η Ακριβούλα και να οδηγηθεί στον τραγικό πνιγμό της. Επίσης στον ίδιο χώρο με ένα απόκρημνο μονοπάτι , τους τάφους και μια βαθιά σπηλιά είναι λογικό να μην υπάρχει άμεση επαφή και επικοινωνία ανάμεσα στα πρόσωπα του κειμένου και να διευκολυνθεί η εξέλιξη της υπόθεσης.
Χρόνος: Ο χρόνος της αφήγησης παρουσιάζεται με τη φυσική χρονολογική σειρά των γεγονότων (ευθύγραμμη). Οι αναφορές συγκεκριμένων χρονικών στιγμών προαναγγέλουν το τραγικό συμβάν στη ψυχή του αναγνώστη. Αρχικά αναφέρεται πως κατέβαινε "το βράδυ βράδυ" τον κατήφορον η χαροκαμμένη γριά -Λούκαινα. Ήταν η πιο γλυκιά ώρα της μέρας με "...το θάμβος του ηλίου , όπου εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ...", το λυκόφως ( η αμφιλύκη) να "θωπεύει" τα μνήματα των νεκρών. Ο χρόνος κυλά αργά στο διήγημα κι όταν ακούγεται ο αυλός του βοσκού "... είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος..". Η Ακριβούλα παίρνει το απότομο κατηφορικό μονοπάτι, αλλά "....είχε νυχτώσει ήδη ..". Όταν πια η γιαγιά της άκουσε τον πλαταγισμό , "... εκοίταξε εις το σκότος..." ,αλλά δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τον πνιγμό της εγγονής της. Το σκοτάδι δηλώνει το τέρμα της ζωής, τον ίδιο το θάνατο. Η ζωή της Ακριβούλας έδυσε, όπως ακριβώς και ο ήλιος πίσω από το βουνό.
