Η θρησκευτικότητα στο έργο του Παπαδιαμάντη.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 - Σκιάθος, 3 Ιανουαρίου 1911), «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη,
είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, γνωστός και ως
«ο
άγιος των ελληνικών γραμμάτων». Έγραψε
κυρίως διηγήματα, τα
οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Γιος ιερέα
,μεγαλωμένος με αυστηρές χριστιανικές αρχές, το 1872 επισκέφτηκε
το Άγιο Όρος μαζί με το φίλο του
Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως
δόκιμος . Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό
σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε,
δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του του
στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια.
Ο
περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής, με την παράλληλη προσήλωσή του
στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση, τον έκανε να
μοιάζει με κοσμοκαλόγερο.
Συνήθιζε να ψάλλει ως δεξιός ψάλτης, .Ο Παπαδιαμάντης παρουσίασε μια θρησκευτικότητα
βασισμένη στις αρχές των πρώτων Χριστιανών. Υποστήριξε από τη μια πλευρά την
πνευματική αναγέννηση, ενώ από την άλλη, στενά δεμένος με την παράδοση,
προσπάθησε να την ανασύρει στη ζωή. Μακριά από τους λογίους, τους
δημοσιογράφους και την κοινωνία της εποχής του, ζήτησε στα γραφικά ξωκκλησάκια,
στους απλούς κι αδιάφθορους ανθρώπους του λαού, στη φύση, στη μοναξιά και τη
σιωπή, στην ψυχική και πνευματική απομόνωση, να απαλύνει την απαισιοδοξία του
για τη ζωή, για το «μάταιον, το συνθηματικόν και αγοραίον πάσης
ανθρώπινης αξίας».
Η θρησκευτική ζωή, όπως ήταν φυσικό, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο και στα διηγήματά του. Και μόνο ο όγκος των κειμένων που αφορά τα λεγόμενα χριστουγεννιάτικα ή πασχαλινά, δεν αφήνει αμφιβολίες. Η πίστη στο θεό κινεί τις συμπεριφορές των ηρώων και δίνει δύναμη γι’ αυτά που πρόκειται να έρθουν. Τους κάνει παράτολμους. Τους κάνει να αντέχουν όλες τις κακοτοπιές.
Στο
διήγημα «Στο
Χριστό, στο Κάστρο» ο
παπα-Φραγκούλης αποφασίζει να κάνει χριστουγεννιάτικη λειτουργία στο κάστρο,
πράξη ιδιαιτέρως παράτολμη, αφού ο καιρός δεν επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση με
τη βάρκα. Όμως ο παπάς με τη γυναίκα του είχαν κάνει τάμα αυτή τη λειτουργία αν
σωζόταν ο γιος τους ο Λαμπράκης που αρρώστησε βαριά τα προηγούμενα
Χριστούγεννα. Συγχρόνως ο Γιάννης ο Νυφιώτης και ο Αργύρης της Μυλωνούς ήταν
αποκλεισμένοι στο κάστρο από τα χιόνια. Ο Στεφανής που εγγυάται ότι θα τους
πάει με τη βάρκα, δεν είναι παρά ο εκφραστής της βεβαιότητας ενός εγχειρήματος
που ήταν αδύνατο να καταλήξει στραβά, όσο παρακινδυνευμένο κι αν ήταν. Γιατί οι
προθέσεις κρυβότανε μέσα στη βαθύτερη αγνότητα.
Η θρησκεία στον Παπαδιαμάντη δεν
λειτουργεί ποτέ εκφοβιστικά ή εκδικητικά. Η θρησκεία λειτουργεί λυτρωτικά, ως
φορέας αποδοχής και συντροφικότητας. Στο διήγημα «Αλιβάνιστος» παρακολουθούμε την επανένταξη ενός
ανθρώπου που έζησε χρόνια σαν ερημίτης για λόγους μηδαμινούς, που όμως ήταν
αρκετοί να τον απομονώσουν. Ένας ατυχής έρωτας κι ένα κλεφτό φιλί έκαναν τον
μπαρμπα-Κόλια να χαθεί από προσώπου γης, αφού η γυναίκα που αγάπησε παντρεύτηκε
κάποιον άλλο. Όταν τυχαία ο παπάς, που έχασε το δρόμο του και χάθηκε στην
εξοχή, συνάντησε τον μπαρμπα-Κόλια, τον πήρε μαζί του στην εκκλησία για την
Ανάσταση. Η θρησκευτική κατάνυξη της Ανάστασης, το τελετουργικό και η συμμετοχή
του μπαρμπα-Κόλια ήταν η επιστροφή του στην κοινωνία. Τα τελευταία λόγια του
μπαρμπα-Κόλια: «Αληθώς ανέστη βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!» μαρτυρούν την
ανακούφιση της θρησκευτικής συμμετοχής που δεν είναι τίποτε άλλο από τη
συμμετοχή στο κοινωνικό γίγνεσθαι .
Στο
διήγημα «Άψαλτος» ο Κώτσος ο Φραγκούλας που ειρωνεύτηκε
τη νεκρώσιμη ακολουθία ενός φίλου του: «Τι τους ψέλνετε;… Τι τους κάνετε νάνι –
νάνι;… Όλοι στ’ ανάθεμα θα πάμε!…» βρίσκει τραγικό θάνατο μέσα στη βάρκα, μετά
από θεομηνία «…κ’ έμελλεν εν τριγμώ αλύσεων και τροχαλιών και αρμένων, να
καταποντισθή εις το κύμα, “άψαλτος, ασαβάνωτος, αμοιρολόγητος”». Ο σεβασμός
προς τις θρησκευτικές τελετουργίες ταυτίζεται με το σεβασμό των συνανθρώπων. Η
ασέβεια του Φραγκούλα, σε τελική ανάλυση, στρέφεται περισσότερο προς τους
πενθούντες κι αυτό ο Παπαδιαμάντης δεν μπορεί να το ανεχτεί.
Στο διήγημα «Άγια
και Πεθαμένα» καταδεικνύει
την παγανιστική διάσταση των θρησκευτικών τελετών αναφερόμενος στη δοξασία που
θέλει τα κορίτσια να βάζουν τα ιερά κόλλυβα που μοιράζονται προς τιμή του Αγίου
Θεοδώρου του Τήρωνος (κι όχι των Αγίων Θεοδώρων) κάτω από το προσκεφάλι τους
και να ονειρευτούν αυτόν που θα παντρευτούν.
Στο διήγημα «Ρεμβασμός
του Δεκαπενταυγούστου» ο
Φραγκούλας, όταν επιστρέφει η γυναίκα του, ψέλνει τόσο δυνατά που σκεπάζει όλες
τις άλλες φωνές. Κι όταν μένει μόνος, κυκλωμένος από τις θλιβερές αναμνήσεις
«εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν».
( Πηγές πληροφοριών: el.wikipedia.org, άρθρο του Θ. Μπαντέ στο eranistis.net)