«Η επί γης ευτυχία είναι στιγμούλα,

και η στιγμούλα αυτή ένα σκαλοπάτι

για να περάσεις από το άλλο μέρος,

το μέρος του θανάτου»

Ο. Ελύτης

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Σύγκριση περιεχομένου ανάμεσα στο "Μοιρολόγι της φώκιας" και τη" Μαυρομαντηλού" του Αλ. Παπαδιαμάντη.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης : «Η Μαυρομαντηλού», ως παράλληλο για το "Μοιρολόγι της φώκιας".

«Ο σκόπελος ο καλούμενος Μαυρομαντηλού δεν θ’ απέχει πλείονας ή τριάκοντα οργυιάς από της παραλίας, όπου ανοίγεται γραφική ωραία αγκάλη περιβάλλουσα το κύμα ορμητικόν κατά της ακτής χωρούν, αμβλύ προσπίπτον επί της άμμου και υπ’ αυτής καταπινόμενον.
   Εκεί βλέπει χωρικήν γυναίκα κύπτουσαν επί τον αιγιαλόν, πλύνουσαν ράκη τινά παρά την άκραν της αμμουδιάς, εις την ρίζαν ενός βράχου, εξέχοντος προς την θάλασσαν, επικαμπούς επί το κύμα, όπου τα νερά ήρχιζον να βαθύνωνται. Ο βράχος ούτος εκαλείτο «Μύτικας» και ήτο εξ εκείνων, αφ’ ων οι κολυμβηταί κατά το θέρος συνηθίζουσι να εκτελώσι τα εκπληκτικά εκείνα εις την θάλασσαν άλματα.
   Ο υιός της γυναικός ταύτης, παιδίον επταετές, διαλαθών την προσοχήν της μητρός, είχεν αναρριχηθεί επιτηδείως εις το ύψος του βράχου.
   Αίφνης η μήτηρ του, αισθανθείσα όπισθέν της εκ του αορίστου κενού την απουσίαν του παιδίου, στρέφεται, υψώνει την κεφαλήν και τον βλέπει επί της κορυφής του βράχου, τείνοντα εις τα εμπρός τους γρόνθους, κύπτοντα την κεφαλήν, και παιδικούς γρυλλισμούς εκβάλλοντα.
   Ο μικρός, όστις είχεν ιδεί κατά το προλαβόν θέρος κολυμβητάς πηδώντας αφ’ ύψους του βράχου τούτου, εξετέλει μιμικήν, ότι τάχα ήθελε να δώσει βουτιά από τον Μύτικα, ως κάμνουσιν οι έφηβοι και οι ακμαίοι νεανίσκοι.
   Η μήτηρ του ήρχισε να τον καλεί πλησίον της. Ο Γιαννιός, όστις εσκάλιζε με την αρπάγην του πέριξ της Μαυρομαντηλούς, ήκουε τας φωνάς της γυναικός ταύτης: «Κατέβα, αρέ δαίμονα, αρέ λύκε ξιδάτε!»
   Αλλ’ ο μικρός εκώφευεν. Η μήτηρ οργισθείσα ανέτεινεν τον κόπανόν της, δι’ ου έτυπτε τα λευκαινόμενα ράκη προς το μέρος του βράχου και τον επέσειεν απειλητικώς προς τον παίδα· «Έννοια σ’, αρέ σκάνταλε, έννοια σ’, χάρε μαύρε! Το βράδ’, σα ’ρθεί ο πατέρας σ’ απ’ το χωράφ’, δώσε λόγο».
   Εκεί, καθώς επέμενε να εκτελεί τους μίμους του ο μικρός, αδιαφορών προς τας κραυγάς της μητρός του, κύπτων ολίγον βαθύτερον, ολισθαίνει, εκβάλλει πεπνιγμένην κραυγήν, και πίπτει μετά πλαταγισμού εις την θάλασσαν.
   Το κύμα θα είχε βάθος πλέον ή διπλούν αναστήματος ανδρός. Βυθίζεται εις τον πόντον, και πάλιν ανέρχεται εις την επιφάνειαν, και ασπαίρει, και παραδέρνει, και είτα βυθίζεται εκ δευτέρου.
   Η γυνή μίαν αφήκε σπαρακτικήν, διάτορον κραυγήν, και πελιδνή, περίτρομος, αγρία, καθώς εκράτει τον κόπανόν της, επιβαίνει εις το κύμα. Φθάνει μέχρι της οσφύος, είτα μέχρι του στέρνου, και με τον κόπανον αγωνιά να φθάσει το παιδίον πνιγόμενον ήδη και το δεύτερον εξαφανισθέν. Αλλ’ ως ήτο επόμενον, διά της δίνης, ην εσχημάτιζεν ο κόπανος εις το κύμα, απεμάκρυνε μάλλον το αγωνιών σώμα, ή το προσήγγιζεν εις την χείρα της μητρός. Αύτη έκραξε και πάλιν βοήθειαν, αλλά την στιγμήν εκείνην ουδείς των επιστρεφόντων εις την πολίχνην χωρικών ευρίσκετο εκεί πλησίον.»


      Αν μελετήσουμε προσεκτικά  το παραπάνω απόσπασμα από τη "Μαυρομαντηλού"  και το συγκρίνουμε με το "Μοιρολόγι της φώκιας"  του Αλ. Παπαδιαμάντη , θα εντοπίσουμε αρκετές ομοιότητες ως προς το περιεχόμενό τους. 
      Στην αρχή των κειμένων γίνεται αναφορά στην τοποθεσία ,όπου εξελίσσονται τα γεγονότα. Ο σκόπελος "Μαυρομαντηλού" βρίσκεται κοντά σε μια παραλία, όπως και η περιοχή "Κοχύλι" στο δεύτερο διήγημα του συγγραφέα, που έχει αυτό το σχήμα. Και στους δυο τόπους υπάρχει απόκρημνος βράχος στην παραλία.
      Κοινός τόπος, επίσης, των δυο κειμένων είναι η εμφάνιση δυο γυναικών με την ίδια ενασχόληση στο γιαλό, το πλύσιμο ρούχων. Η μητέρα  πλένει τα ράκη της στην αμμουδιά, όπως κι η γριά -Λούκαινα πλένει τα χράμια και τα σκουτιά της στη θάλασσα. Και οι δυο είναι στενοί συγγενείς των άτυχων παιδιών, η μια μητέρα του αγοριού κι η άλλη γιαγιά της Ακριβούλας.
      Κύρια πρόσωπα των διηγημάτων είναι δυο μικρά παιδιά , ένα αγόρι επτά ετών κι ένα κορίτσι εννέα ετών, που ξεφεύγουν από την προσοχή της μητέρας τους και οδηγούνται στην επικίνδυνη άκρη ενός βράχου , μοιραίου  για τη ζωή τους , αφού και τα δυο άτυχα παιδιά πέφτουν στη θάλασσα και πνίγονται. Έτσι βρίσκουν και τα δυο τραγικό θάνατο , όταν γλιστρούν από το σημείο στο οποίο στέκονται.
     Τέλος, η μητέρα του αγοριού απεγνωσμένα κραυγάζει για βοήθεια προκειμένου να βοηθήσει  το παιδί της  , αλλά δεν την ακούει κανείς. Παρόμοια, κανείς δεν άκουσε τον πλαταγισμό από την πτώση της Ακριβούλας , ώστε να σπεύσει να τη σώσει.